κασᾶς

κασᾶς
κασᾶς, -ᾶ, -ᾶν
Grammatical information: m.
Meaning: `horse-cloth'; (Agatharch., X. Kyr.), κασῆς (PTeb.), also κάσσος (Hdn. 1, 208), acc. to H. ἱμάτιον παχὺ καὶ τραχύ, περιβόλαιον, and κάς ... δέρμα H., PLond. 2, 402 V 5.
Compounds: As 1. member in κασ(σ)ο-ποιός (pap., Ostr.);
Derivatives: κασωτός adjunct of ἐσθής (Diog. Oen.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.
Etymology: Oriental loan, cf. Hebr. kissē' and kesūṭ prop. `cover', `(upper)cloth'; Cuny MSL 19, 193f. and Nyberg in Björck Alpha impurum 295. Wrong IE. etymologies were rejcted by Bq. From Greek to Lat. casula. Kramer, AfP 45 (1999) 192-204 and AfP 46 (2000) 62-64.
Page in Frisk: 1,797

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κασᾶς — κάσας masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασάς — και κάσας και χασάς, ο (Α κασᾱς και κασῆς) νεοελλ. υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα τών ζώων αρχ. δέρμα που χρησιμεύει ως σάγμα ή υπόσαγμα υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. μάλλον …   Dictionary of Greek

  • κάσας — κάσᾱς , κάσα casa fem acc pl κάσᾱς , κάσα casa fem gen sg (doric aeolic) κάσᾱς , κάσας masc acc pl κάσᾱς , κάσας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λας Κάσας, Μπαρτολομέο ντε- — (Bartolomé de Las Casas, Σεβίλη; 1474 – Μαδρίτη 1566). Ισπανός ιερέας, γνωστός και με την προσωνυμία Απόστολος των Ινδιάνων. Σπούδασε νομικά στη Σαλαμάνκα και σε ηλικία 28 ετών ακολούθησε τον Χριστόφορο Κολόμβο στο τέταρτο ταξίδι του προς την… …   Dictionary of Greek

  • κασοῦ — κάσας masc gen sg (attic epic doric) κατασεύομαι rush down along pres imperat mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασᾶ — κάσας masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασῆ — κάσας masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασῆς — κάσας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασέω — κάσας masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσου — κάσας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσω — κάσας masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”